Τοπικά έθιμα

Για να μπορέσει να επιβιώσει η κοινωνία των προσφύγων μέσα από τόσες κακουχίες και βάσανα έπρεπε να βρουν κάποια διέξοδο: αυτή δεν ήταν άλλη από το τραγούδι και τα γλέντια. Τραγούδια εύθυμα αλλά και λυπητερά, γλέντια πολλά παρόλα τα βάσανα τους, γλέντια που εκτός από τα καθιερωμένα, γιορτές, Πάσχα, Χριστούγεννα, πραγματοποιούνταν σε καθημερινές συναντήσεις χωρίς συγκεκριμένη αφορμή αρκεί να υπήρχε το απαραίτητο ουζάκι.

Μετά την εγκατάστασή τους στον ελληνικό χώρο διατήρησαν τα έθιμα που είχαν στην Τουρκία.

Το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές έφτιαχναν πίτες, χαλβά, κοτόπουλο. Όταν όμως έπρεπε να φτιάξει το φαγητό της ημέρας κατά τη συνήθεια πίτα, δεν είχε νερό και έπρεπε να πάει στη δεξαμενή του χωριού να φέρει φρέσκο νερό. Έπαιρνε μαζί της ένα κομμάτι πίτα, λίγο χαλβά κι ένα κλαράκι ελιάς. Αν στη βρύση δεν υπήρχε τίποτε «θα γέμιζε το αγγείο της και θα έφευγε, αφήνοντας εκεί την πίτα και τον χαλβά μαζί με την ελιά».

Η δεύτερη νοικοκυρά που θα έρχονταν έχοντας κι αυτή τα ίδια πράγματα, έπρεπε ν’ αφήσει τα δικά της, να πάρει αυτά που βρήκε και να φύγει. Αυτό συνεχιζόταν ως ξημερώματα. Τότε πριν ακόμα χαράξει ο παπάς χτυπούσε την καμπάνα. Στο δρόμο για την εκκλησία απόφευγαν να δουν τον κάθε άνθρωπο γιατί δεν μπορούσαν να ξέρουν αν ήταν τυχερός ή όχι.

Όλη η οικογένεια έπρεπε πρώτα να δει τα εικονίσματα της εκκλησίας και μετά τους άλλους  για να πάει καλά η χρονιά. Αν συναντούσε κάποιον στο δρόμο σκέφτονταν ότι αν δεν πάει καλά η χρονιά «θα φταίει αυτός ο γρουσούζης». Στην εκκλησία οι νοικοκυρές έφέρναν χαλβά, πίτες και ύστερα από τη λειτουργία έτρωγαν όλοι μαζί οι χωριανοί. Αυτή η συγκέντρωση ήταν αφορμή για τραγούδια της ημέρας, κάλαντα και χαρούμενους σκοπούς για το καλό του χρόνου.

Την ημέρα των φώτων έριχναν το σταυρό στο ποτάμι του χωριού. Αυτός που θα έπιανε το σταυρό γυρνούσε μαζί με τον παπά όλο το χωριό. Ο κόσμος προσκυνούσε και έδινε λεφτά ή άλλα δώρα. Συνήθως πριν ριχτεί ο σταυρός στο νερό γινόταν δημοπρασία του σταυρού. Αυτός που θα έδινε τα περισσότερα χρήματα γινόταν ο νονός του Χριστού που βαπτίζονταν τη μέρα κείνη. Τα λεφτά πήγαιναν στην εκκλησία.

sarosi0002Την ίδια ημέρα γινόταν καρναβάλι. Τρία ως τέσσερα άτομα αποτελούσαν κάποια κομπανία με όργανα. Συνήθως παρίσταναν το γαμπρό και τη νύφη. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Πρώτος πήγαινε ο αρχηγός. Χτυπούσε την πόρτα και αφού άνοιγε ο οικοδεσπότης ακολουθούσε ο παρακάτω διάλογος:

– «Ποιος είναι;

– Καλησπέρα. Χρόνια πολλά.

– Χρόνια πολλά.

– Θα μας επιτρέψετε να σας κάνουμε ένα χορό εδώ πέρα;

– Βεβαίως, μπράβο, περάστε.

Έμπαιναν μέσα ο γαμπρός και η νύφη, ντυμένοι αστεία, και ακολουθούσαν τα όργανα, βιολί ντέφι. Τραγουδούσαν και χόρευαν όλοι μαζί, νοικοκυραίοι και η κομπανία. Έφευγαν και πήγαιναν σε άλλο σπίτι γυρίζοντας όλο το χωριό μέχρι το πρωί. Αυτό το έθιμο μ’ αυτή τη συγκεκριμένη κομπανία λέγονταν νεογάμπρια.

Άλλη κομπανία παρίστανε κάτι διαφορετικό όπως ένας παπάς με καλάθι για καλυμμαύκι, κουβέρτα για ράσο, ένα μικρό παιδί με τον κουβά κι ένα κλαρί για αγιασμό ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένω σου κύριε». Ένα κωμικό σκετς που προκαλούσε τα γέλια, την ευθυμία και το τραγούδι.

Στις απόκριες δεν υπήρχε το έθιμο της μασκαράτας στο χωριό αυτό, παρά μόνο άρχιζε η νηστεία της σαρακοστής.

Την Μεγάλη Εβδομάδα, ειδικότερα τη Μεγάλη Παρασκευή μετά την περιφορά του επιταφίου γύρω από το χωριό και τρεις φορές γύρω από την εκκλησία, όταν έπρεπε να ξαναμπεί ο επιτάφιος στο ναό η πόρτα ήταν κλειστή. Γίνονταν τότε ένας διάλογος ανάμεσα στον παπά που ήταν απ’ έξω και κάποιον ψάλτη που ήταν μέσα και παρίστανε τον άπιστο. Με το διάλογο αποδεικνύονταν η δύναμη του Χριστού και άνοιγε η πόρτα.

Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα γίνονταν η λειτουργία της λαμπρής και στην Τούρκικη γλώσσα. Την ίδια μέρα μετά την εκκλησία γινόταν γλέντι με όλες τις οικογένειες του χωριού στο χώρο της εκκλησίας. Μετά συνεχιζόταν το γλέντι από σπίτι σε σπίτι επί τρεις ημέρες. Το πρώτο όμως γλέντι γινόταν μετά τη λειτουργία με τον παπά τους ψάλτες, το καθιερωμένο τσούγκρισμα των αυγών και τα κουλούρια.

Τις  2 Μαΐου, ημέρα του Αγίου Αθανασίου το χωριό γιορτάζει και γίνεται πανηγύρι. Μετά τη λειτουργία συγκεντρώνονταν σε κάθε σπίτι γνωστοί και συγγενείς και γλεντούσαν με εύθυμα τραγούδια και χορούς. Την ίδια ημέρα, κατά το βράδυ, όλο το χωριό συγκεντρώνονταν στο χώρο της πλατείας, και όχι στα καφενεία, σαν μια οικογένεια, και το γλέντι συνεχιζόταν με όργανα, μέχρι το πρωί. Οι βασικοί χοροί των Μικρασιατών ήταν ο Καρσιλαμάς και το Τσιφτετέλι. Τραγουδούσαν στην ελληνική και στην Τουρκική.

Χαρακτηριστικό των προσφύγων ήταν η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια. Την εποχή του θερισμού για πιο εποικοδομητική και γρήγορη εργασία, δούλευαν όλοι μαζί σ’ ένα χωράφι, μέχρι να τελειώσουν με την ομαδική τους εργασία όλα τα χωράφια.

Η σκληρή δουλειά, από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, συνοδευόταν από τραγούδια εύθυμα, με γενικό περιεχόμενο, τραγούδια που γνώριζαν όλοι και τραγουδούσαν σε κάθε γλέντι η συγκέντρωση. Στη διάρκεια του καλοκαιριού, για το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού γίνονταν νυχτέρια από σπίτι σε σπίτι πάντα με ομαδική εργασία.

Η δουλειά συνοδευόταν από γνωστά σε όλους τραγούδια, παροιμίες αινίγματα, περιπαιχτικούς διάλογους. Οι παλιότεροι που δεν γνώριζαν τα ελληνικά, τραγουδούσαν τα τραγούδια που έφεραν από την Τουρκία. Οι νεώτεροι, γνώστες της ελληνικής γλώσσας, ήξεραν τα ελληνικά τραγούδια που τραγουδιόταν στο χώρο της Ηπείρου.

Μάζεμα ελιάς
Μάζεμα ελιάς

Την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, τα τρία γειτονικά χωριά, Αρχάγγελος, Σινώπη, Σαμψούντα, συγκεντρώνονταν στο ομώνυμο ερημοκλήσι της περιοχής και γινόταν διαγωνισμός πάλης ανάμεσα στους πιο δυνατούς άνδρες των τριών χωριών.

Ο Χαράλαμπος Κωνσταντινίδης ήταν ο πρώτος παλαιστής της περιοχής, αήττητος για πολλά χρόνια. Ο νικητής έδινε την τιμή στο χωριό του να είναι το πρώτο ανάμεσα στα τρία χωριά για ένα χρόνο. Μετά την πάλη γιορτάζονταν με τραγούδια και γλέντι η επιτυχία του πιο δυνατού. Το έθιμο αυτό καταργήθηκε το 1950, ύστερα από παρεξήγηση ανάμεσα στους παλαιστές που κατέληξαν στα δικαστήρια.

Στους γάμους μετά την τελετή και το καθιερωμένο γλέντι στο σπίτι με όλους τους συγγενείς συνήθιζαν να πηγαίνουν κατά τα ξημερώματα στη βρύση του χωριού. Η νύφη έπαιρνε νερό και έδινε να πιούν όλοι οι καλεσμένοι.

untitled-14